- επικυρώνω
- επικυρώνω, επικύρωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επικυρώνω — επικύρωσα, επικυρώθηκα, επικυρωμένος, μτβ. 1. προσθέτω κύρος σε κάτι, το κάνω έγκυρο, το επισημοποιώ: Επικυρώθηκε η συνθήκη ειρήνης. 2. επιβεβαιώνω κάτι ως αληθινό ή ορθό, το πιστοποιώ: Επικυρώνω τα λεγόμενά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επικυρώνω — (AM ἐπικυρῶ, όω) [κυρώνω] προσδίδω κύρος σε κάτι, καθιστώ έγκυρο κάτι (α. «επικυρώθηκε η συνθήκη» β. «ἐπικυρῶσαι ἠνάγκασαν τὴν γνώμην», Θουκ.) νεοελλ. επιβεβαιώνω, επαληθεύω κάτι, συμφωνώ («επικύρωσε τα λόγια του») … Dictionary of Greek
επιχειροτονώ — ἐπιχειροτονῶ, έω (Α) 1. επικυρώνω άποψη, πρόταση κ.λπ. με ανάταση τής χειρός 2. επικυρώνω, επιβεβαιώνω την εκλογή ή την παραμονή άρχοντος στην εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χειρο τονώ] … Dictionary of Greek
προσεπικυρώνω — Ν επικυρώνω, επιβεβαιώνω («ο δικηγόρος προσεπικύρωσε τη διαθήκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + επικυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσεπικυρῶ, όω, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
συνεπικυρώ — έω, Α επικυρώνω κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικυρῶ «επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω»] … Dictionary of Greek
συνεπιψηφίζω — ΜΑ (το μέσ.) συνεπιψηφίζομαι ψηφίζω, εγκρίνω από κοινού αρχ. επικυρώνω κι εγώ με την ψήφο μου («δόξαντος... τῷ συνεδρίῳ καὶ τοῡ δήμου συνεπιψηφίσαντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιψηφίζω, ομαι «επικυρώνω, επιβεβαιώνω»] … Dictionary of Greek
βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… … Dictionary of Greek
διακυρώ — διακυρῶ ( όω) (Α) επικυρώνω … Dictionary of Greek
εγκαθιστώ — ( άω) (AM ἐγκαθίστημι Μ και ἐγκαθιστῶ) Ι. 1. τοποθετώ 2. ορίζω ή επιτρέπω σε κάποιον να μείνει μόνιμα σε ορισμένο τόπο 3. επικυρώνω με επίσημη πράξη ή τελετή την ανάληψη καθηκόντων από υπάλληλο ή αξιωματούχο 4. (για πολίτευμα, σύστημα κ.λπ.)… … Dictionary of Greek
εγκρίνω — (Α ἐγκρίνω) 1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῡ τιν ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα) 2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον»,… … Dictionary of Greek